Του Φαήλου Μ. Κρανιδιώτη
Ήταν μια μακρινή εποχή χωρίς κινητά και διαδίκτυο. Στα χωριά τηλεόραση είχε το καφενείο κι αυτό όχι πάντα. Οι αγρότες δεν είχαν επιδοτήσεις και στα χωριά τα γαϊδουρομούλαρα και τ’ άλογα ήταν πιο πολλά από τα τρακτέρ. Οι γειτονιές μας ήταν όλο χωματόδρομοι κι αλάνες, κολυμπούσαμε στον Σκαραμαγκά, το Φάληρο και την Πειραϊκή κι οι μανάδες μας ακόμη ασβέστωναν τις μάντρες στις αυλές. Η Αστυνομία Πόλεων κι η Χωροφυλακή είχαν Harley Davidson Electra Glide με μοχλό ταχυτήτων αριστερά στο ρεζερβουάρ, τα περιπολικά ήταν αμερικάνικες μαούνες κι οι γκόμενες φορούσαν μίνι και τεριλέν παντελόνι καμπάνα.
Ο Συνταγματάρχης Βαρτάνης θριάμβευε στον «Άγνωστο Πόλεμο», ο «Lone Ranger» πάντοτε κάλπαζε προς τον βράχο καβάλα στον Σίλβερ κι εγώ γούσταρα την Μπέτυ Λιβανού αλλά δεν μου ΄δινε σημασία, γιατί τα ‘χε με τον Μαστοράκη. Τα Σάββατα στην ΥΕΝΕΔ έδειχνε ταυρομαχίες κι εμείς γουστάραμε τον «Μάνιξ», τις «Επικίνδυνες Αποστολές» και την «Χαβάϊ 5-0». Μετά βλέπαμε κι «Εν τούτω Νίκα», όπου βγήκε ο εκατόνταρχος με το σπαθί στο ένα χέρι και ρολόϊ Σέϊκο στο άλλο.
Το σουξέ του καλοκαιριού ήταν το «Άσπρα θα φορέσω» με τον Γιάννη Καλαντζή σε στίχους του Πυθαγόρα (http://www.youtube.com/watch?v=CUxNR33tZxM&feature=related), που μου ‘χε κολλήσει και το τραγουδούσα συνέχεια.
Είναι η πιο έντονη ανάμνηση της παιδικής μου ηλικίας. Οι γονείς μου μ’ είχαν στείλει στο Μαυρομμάτι να περάσω, όπως κάθε Καλοκαίρι, όλες τις σχολικές διακοπές με τον παππού. Εννιά χρονών. Ο αδερφός μου είχε πάει ταξίδι στας Ευρώπας. Παρέα στον μπάρμπα μας, που είχε νταλίκα διεθνών μεταφορών, για να δει από το τριαξονικό τα πράσινα λειβάδια της Βαυαρίας και τον Μέλανα Δρυμό. Τουρισμός με συνοδεία 30 τόννους καρπούζια.
Εκείνο το πρωϊ πήγαμε οι δυο συνονόματοι στο πηγάδι να ποτίσουμε τα μουλάρια και το γαϊδούρι. Εγώ καβάλα στην Ψάρα, την αγαπημένη μου, γιατί είχε πάρει πιο πολλά από την αλογίσια πλευρά της κι ήταν πιο όμορφη. Ο παππούς δεν είχε ούτε ραδιόφωνο και στην μικρή αγροικία του ελαιώνα πέντε χιλιόμετρα από το σπίτι στο χωριό, σε μια πλαγιά που έβλεπε στην Κωπαΐδα, δεν είχε ούτε ρεύμα.
Στο πηγάδι ήρθε ένας γέρος χωριανός να ποτίσει κι αυτός τ’ άλογο του κι άρχισε να λέει στον παππού με ένταση κάτι στ΄αρβανίτικα. Ανάμεσα στις τραχιές εκφράσεις της διαλέκτου άκουγα λέξεις στην νεοελληνική, «Τούρκοι», «Κύπρος», «απόβαση», «πόλεμος», «βομβαρδισμοί». Ο χωριανός έφυγε κι ο παλιός στρατιώτης της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, ο πολυβολητής που τον έμαθε να διαβάζει ο Λοχαγός του στα χαρακώματα του Εσκή Σεχήρ και του Σαγγάριου, μου εξήγησε τι συνέβαινε. Ήταν το πρωΐ της 20ης Ιουλίου….
Χίλια μίλια μακριά ο Διοικητής του 251 Τ.Π., ο Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Παύλος Κουρούπης από τα Δεντρά Μεσσηνίας, είχε αρχίσει από τα ξημερώματα τον επικό του αγώνα στο Πέντε Μίλι της Κερύνειας. Με αναλογία σε βάρος του 7 προς 1 άντεξε από τις 5.00 το πρωί της 20ης Ιουλίου έως τις 14.30 το απόγευμα της 22ας καθηλώνοντας 3.500 Τούρκους.
Ο Διοικητής του 50ου Συντάγματος Πεζικού του Τουρκικού Στρατού, της αιχμής του δόρατος της εισβολής, ο Συνταγματάρχης Καραογλάνογλου σκοτώθηκε κι οι Τούρκοι περιδεείς ασφυκτιούσαν σ’ ένα ελάχιστο προγεφύρωμα με κίνδυνο ολικής καταστροφής.
Την τρίτη μέρα όμως οι Τούρκοι με πλήρη αεροπορική υπεροχή, με βόμβες ναπάλμ να κάνουν ολοκαύτωμα τις θέσεις της Εθνικής Φρουράς, αποβίβασαν ακόμη περισσότερα άρματα. Τα εγγλέζικα λιανοντούφεκα του Β΄ΠΠ και τα οπλοπολυβόλα Μπρεν, και τα τρία σαράβαλα Τ-34, άρματα γκαζοντενεκέδες εποχής Στάλιγκραντ, που στα χέρια των Εθνοφρουρών του Κουρούπη πετσόκοψαν τους Μεχμετζίκ και σκότωσαν τον Διοικητή τους, δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τα τανκς Μ-47. Ο καλός και γενναίος Κουρούπης πολέμησε αβοήθητος δυόμιση μέρες και νύχτες. Η τελευταία του εικόνα ήταν το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου να μάχεται στην πρώτη γραμμή ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά πολυβόλων. Πεζός, έχοντας στο πλάϊ του μόνο τον ασυρματιστή του Μιχαλάκη Κονναρή από την Τριμίκλινη. Χάθηκαν και οι δύο…
Ο Παύλος Κουρούπης θα γινόταν Μιλτιάδης. Πολέμησε μόνος, αβοήθητος και προδομένος από τους γαλονάδες των Αθηνών και της Λευκωσίας, με συντροφιά τους αμούστακους Εθνοφρουρούς του κι έγινε Λεωνίδας.
Σ’ ένα βρωμερό υπόγειο, σε μια μαύρη πλάκα πρέπει να γράψουμε ανάποδα τα ονόματα του Ιωαννίδη, του Μπονάνου και της παρέας τους και κάθε χρόνο τέτοια μέρα να μαζεύουμε σάλιο για τις νενομισμένες τιμές.
Οι εν Αθήναις επίορκοι με την αδράνεια τους άφησαν τον Αττίλα να ολοκληρώσει το έργο του. Δεν πολέμησαν. Η Μάνα δεν έριξε ούτε μια ντουφεκιά για την Κόρη.
Οι λοκατζήδες του Παπαμελετίου και η απολυόμενη σειρά της ΕΛΔΥΚ, που απαίτησε από τον Χανδρινό, κυβερνήτη του «ΛΕΣΒΟΣ», να επιστρέψει στην Πάφο για να πολεμήσουν με την μονάδα τους, ήταν οι μόνες ενισχύσεις από την Ελλάδα και πολέμησαν γενναία. Στον Έβρο και το Αιγαίο άκρα του τάφου σιωπή. Οι Τούρκοι έσφαζαν, έκαιγαν και βίαζαν στην Κύπρο κι οι Αρχηγοί των Όπλων, μ’ επικεφαλής τον Γκιζίκη, ήδη «πολιτεύονταν». Μιάμιση μέρα μετά τον χαμό του Κουρούπη κι ενώ παρόμοιες ιστορίες ολοκαυτώματος γίνονταν σε όλες τις μάχες της Κύπρου, το νταραβέρι των γαλονάδων ολοκληρώθηκε. Η αποστολή εξετελέσθη, οι Τούρκοι πάτησαν γερά πόδι στην Κύπρο κι οι πολιτικοί παρέλαβαν από τον Γκιζίκη.
Κι αφού «πανηγυρίσαμε» την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αφού οι Αρχηγοί των Όπλων κι ορισμένοι άλλοι δεν ντουφεκίστηκαν αλλά αποστρατεύτηκαν εν τιμή, έγινε κι ο δεύτερος «Αττίλας». Κι άλλο αίμα, ηρωϊσμοί αλλά κι ατίμωση. Ο Μανώλης Μπικάκης, από την Ασή Γωνιά με το ΠΑΟ του στον ανώνυμο λόφο δίπλα από την αντιπροσωπεία της Ford, σταμάτησε μόνος, ένας (1), την προέλαση ολόκληρης μονάδας αρμάτων και πεζικού, γλύτωσε ολόκληρη συνοικία της Λευκωσίας από την κατάληψη, χιλιάδες ζωές και περιουσίες. Οι Τούρκοι όμως τελικά πήραν το 40%, «η Κύπρος είναι μακριά» είπαν τα επίσημα χείλη κι άρχισε η εποχή της Μεταπολίτευσης.
Τα σουξέ άλλαξαν. Πάει η «Κυρά Γιώργαινα», κι ο «Σταμούλης ο Λοχίας». Αρχίσανε τα προοδευτικά εμβατήρια. Σε μια νύχτα γίνανε όλοι αντιστασιακοί. Όλες οι παραφυάδες της αριστεροσύνης θέριεψαν. Αν δεν ήσουν συνοικιακός Τσε Γκεβάρα, ούτε γκόμενα δεν έβγαζες.
Τότε, σε αυτό το Άγος και στην ατιμωρησία του, μπήκαν τα σάπια θεμέλια της μεταπολιτευτικής παράγκας, της σημερινής κατάντιας. Γιατί δεν υπήρξε Νέμεση, δεν υπήρξε Γουδί κι η κοινωνία πήρε το βουβό μήνυμα ότι μπορείς ακόμη και την Κύπρο να πουλήσεις και να γλυτώσεις. Βλέπετε τότε δεν υπήρξε Μαύρος Καβαλάρης…
Η δεξίωση του Προέδρου κάθε χρόνο μου θυμίζει εκείνο το Καλοκαίρι. Δεν ρώτησα ποτέ κανέναν που πήγε. Άραγε, όπως περιφέρονται στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου με το ποτήρι το κρασί και την χαρτοπετσέτα στο χέρι, ένοιωσαν ποτέ σε καμιά γουλιά την ταγγίλα του αίματος 37 πια χρόνων;